- απανηγύριστος
- -η, -οαυτός (ο άγιος) που δεν τιμήθηκε με πανήγυρη: Ο πρόεδρος έλεγε πως δεν έπρεπε να μείνει και δεύτερη χρονιά ο άγιος απανηγύριστος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.